κομπολόγος

κομπολόγος
κομπολόγος, -ον (Α)
κομπορρήμων, καυχησιολόγος, κομπαστής.
επίρρ...
κομπολόγως (Α)
με κομπασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + -λόγος (< λόγος), πρβλ. ηθο-λόγος, υμνο-λόγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κομπολογία — κομπολογία, ἡ (Α) [κομπολόγος] μεγαλαυχία, αλαζονεία, κομπασμός …   Dictionary of Greek

  • κομπολογώ — κομπολογῶ, έω (Μ) [κομπολόγος] μιλώ κομπαστικά, καυχησιολογώ, περιαυτολογώ …   Dictionary of Greek

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”